ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Των D.T & C.K.

Η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε ύφεση και είναι αντιμέτωπη με το πιο επικίνδυνο οικονομικό πλήγμα που έχουν δει ποτέ οι χρηματοπιστωτικές αγορές από τη δεκαετία του 1930.
Τα χρόνια του εύκολου και φθηνού δανεισμού, των χαμηλών δανειακών εγγυήσεων, της υψηλής καταναλωτικής δαπάνης και της κερδοσκοπίας στην στεγαστική αγορά, προετοίμασαν το έδαφος για τα πρωτοφανή επίπεδα της εγχώριας ιδιοκτησίας ακινήτων στις ΗΠΑ και της επακόλουθης τιτλοποίησης των στεγαστικών δανείων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ικανοποιώντας έτσι τις απαιτήσεις για αυξημένες επιδόσεις των επενδυτών. Το σύστημα λειτούργησε, μέχρι τη στιγμή που η σημαντική αύξηση των αθετήσεων πληρωμών, οι οποίες αφορούσαν ενυπόθηκα δάνεια, έδωσαν αφορμή για το ξεκίνημα της κρίσης. Η μειωμένη ρευστότητα, ακολουθούμενη από μία ξαφνική στροφή σε ασφαλείς επενδυτικές επιλογές, προκάλεσε μία μαζική στροφή στη συσσώρευση μετρητών, καθώς οι αγοραστές σταμάτησαν να αγοράζουν, οι τράπεζες να δανείζουν αλλά και να προχωρούν στην λογιστική αναγνώριση ζημιών και επομένως σε περαιτέρω μείωση της διάθεσης πιστωτικών κεφαλαίων.
Η κρίση αν και πρωτοπαρουσιάστηκε στις αγορές των ΗΠΑ, σε σύντομο χρονικό διάστημα άρχισε να επεκτείνεται σε όλες τις παγκόσμιες αγορές, αποδεικνύοντας το πόσο στενά συνδεδεμένες είναι. Έτσι από περιφερειακό πρόβλημα έγινε παγκόσμιο.
Αποτέλεσμα της κρίσης είναι: α) τα νοικοκυριά να μειώνουν σε μεγάλο βαθμό τις καταναλωτικές τους δαπάνες, καθώς αισθάνονταν πολύ φτωχότερα εν συγκρίσει με την προγενέστερη οικονομική τους κατάσταση, β) ορισμένοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί υψηλής επιρροής, όπως η Bear Stearns και η Lehman Brothers να καταρρεύσουν, συντελώντας σε μεγαλύτερη απώλεια πλούτου (στους μετόχους και πιστωτές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) όπως και σε μεγαλύτερο περιορισμό των δανείων που παρείχαν, γ) οι εμπορικές τράπεζες να χάσουν πολλά από υψηλού ρίσκου συναλλαγές, με το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους να εξανεμίζεται, την κεφαλαιακή τους βάση να συρρικνώνεται, μειώνοντας αναλόγως και τα μελλοντικά τους δάνεια, δ) την δημιουργία χρηματοοικονομικού «πανικού», λόγω της κατάρρευσης της Lehman Brothers και της παρ' ολίγον κατάρρευσης του ασφαλιστικού ομίλου AIG. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ακόμη και οι οικονομικά υγιείς εταιρείες δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια ή να εκδώσουν βραχυπρόθεσμο εταιρικά ομόλογα. Επίσης, οι εξελίξεις αυτές, συνέθεσαν μια εικόνα η οποία δημιούργησε έντονη ανασφάλεια στους διαχειριστές κεφαλαίων και μείωση της διάθεσης για έκθεση σε κίνδυνο, σηματοδοτώντας ένα πρωτοφανές κύμα ρευστοποιήσεων στις χρηματιστηριακές αγορές παγκοσμίως. Τα Χρηματιστήρια διεθνώς τους περασμένους 15 μήνες κατέρρευσαν και απώλεσαν τα 2/3 της αξίας τους. Όλα τα προαναφερόμενα, έχουν δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των χρηματιστηρίων και της πραγματικής οικονομίας.
Αν και οι χώρες που επηρεάστηκαν έλαβαν άμεσα μέτρα, πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι όλες θα έπρεπε να ενεργήσουν από κοινού για την αποκατάσταση του προβλήματος. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η αποκατάσταση της οικονομίας είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, ενώ το μακροοικονομικό περιβάλλον διαγράφεται εξαιρετικά δύσκολο.
Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι πλέον η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, αλλά ο πληθωρισμός. Εκφράζεται δε ανησυχία σχετικά με την αύξηση του στο επόμενο διάστημα.
Σε αντίθεση με αυτή την άποψη, έρχεται το σενάριο που τελευταία συζητείται έντονα από ειδικούς και οικονομικά επιτελεία, σχετικά με την δυνατότητα αποσυμφόρησης της οικονομίας, μέσω των αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων, με επικέντρωση σε δύο κατευθύνσεις.
Πρώτη κατεύθυνση και περισσότερο αληθοφανής, θα μπορούσε να είναι η ραγδαία επανεπιτάχυνση της κινεζικής ανάπτυξης, μέσω της χαλάρωσης της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής της Κίνας, Η προκύπτουσα ανάκαμψη της κινεζικής ζήτησης, θα ανύψωνε τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών, περιλαμβανομένου της ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων. Με βάση αυτό το σενάριο θα είχαν τη μεγαλύτερη ωφέλεια οι ασιατικές και αναδυόμενες αγορές, η ενέργεια και πιθανόν οι βιομηχανίες.
Αναμφισβήτητα, η Κίνα βρίσκεται σε μια τροχιά συνεχούς αναβάθμισης της θέσης της στην παγκόσμια οικονομία. Λόγω του ήδη σημαντικού ποσοστού της στο διεθνές εμπόριο και στην κατανομή των άμεσων επενδύσεων, οι εξελίξεις που αφορούν τις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής, το καθεστώς της εξωτερικής οικονομίας, τα μακροοικονομικά μεγέθη, την ισοτιμία του γουάν κ.α. έχουν έναν ολοένα αυξανόμενο αντίκτυπο στη διεθνή οικονομία, και ιδιαίτερα στην οικονομία των χωρών της περιοχής με τις οποίες η Κίνα έχει αναπτύξει έντονες σχέσεις. Αντιστρόφως, αυξάνεται προοδευτικά και ο βαθμός εξάρτησης της κινέζικης οικονομίας από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Η μελλοντική θέση της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα εξαρτηθεί μεταξύ των άλλων από την πορεία των εσωτερικών της μεταρρυθμίσεων, από την αποτελεσματική αντιμετώπιση εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων (όπως είναι π.χ. η οικονομική ύφεση, η υπερχρέωση και υποαπασχόληση πολλών κρατικών επιχειρήσεων, η αστική ανεργία, οι αυξανόμενες περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες στη δημιουργία και κατανομή του πλούτου, η οικονομική διαφθορά, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης του τομέα των υπηρεσιών), από την πρόοδο στο εξωτερικό άνοιγμα της οικονομίας, από την περιφερειακή και τομεακή διαφοροποίηση των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων της και γενικά από τη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητάς της στις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα με αναλυτές, η Κίνα θα είναι μία από τις πρώτες οικονομίες παγκοσμίως που αναμένεται να ανακάμψει από την κρίση, καθώς έχουν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται σημάδια βελτίωσης σε θεμελιώδη μεγέθη της.
Δεύτερη κατεύθυνση, ('Qualitative easing') θα μπορούσε να είναι οι συντονισμένες ενέργειες του τραπεζικού συστήματος, μέσω μεγάλων αγορών κρατικών ομολόγων και μείωσης των χρεών του ιδιωτικού τομέα. Η πτώση του πιστωτικού κόστους θα ενεργήσει άμεσα σαν ένα κύμα δανεισμού για την επαναχρηματοδότηση και την αναθέρμανση των αγορών. Σαν αποτέλεσμα, οι ταμειακές ροές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα βελτιωθούν αισθητά, δημιουργώντας συνθήκες για αύξηση στη ζήτηση.
Ωστόσο παρά την κρατική παρέμβαση, οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα παραμείνουν για αρκετό χρονικό διάστημα σφιχτές. Οι τράπεζες θα συνεχίσουν να συσσωρεύουν μετρητά και να προσπαθούν να εξαλείψουν ή να διαγράψουν τα επισφαλή δάνεια που μειώνουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Το ενδεχόμενο σταδιακής ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας το 2010 ενισχύει η σημαντική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής των κυριοτέρων Κεντρικών Τραπεζών σε συνδυασμό με την ουσιαστική μείωση της πιθανότητας κατάρρευσης χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σημαντικού για το διεθνές τραπεζικό σύστημα, καθώς και τα ιδιαίτερα σημαντικά προγράμματα δημοσιονομικής ενίσχυσης των οικονομιών (λ.χ. ΗΠΑ: 789 δισ. δολάρια, Ιαπωνία: περίπου 112 δισ. δολάρια, Ευρωζώνη: 200 δισ. ευρώ, Κίνα: 586 δισ. δολάρια). Τα προαναφερθέντα δημοσιονομικά προγράμματα αναμένεται να ενισχύσουν το ΑΕΠ των χωρών.
Η αναγκαιότητα στήριξης της παγκόσμιας οικονομίας επιτάσσει την άμεση εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής στήριξης δεδομένης της χρονικής υστέρησης των επιπτώσεων στην οικονομία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη αποκλιμάκωση οφείλεται ουσιαστικά στην επιλογή των Κεντρικών Τραπεζών να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική (ιδιαιτέρως στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στην Ευρωζώνη) και να διαθέσουν άπλετη ρευστότητα στη διατραπεζική αγορά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών και όπως φαίνεται και στο ακόλουθο διάγραμμα, για το πρώτο εξάμηνο του 2009 προβλέπεται ασθενής ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, με βαθμιαία και μέτρια αποκατάσταση της κατά το δεύτερο μισό του έτους. Επιπλέον, η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα έως και το 2011, οπότε είναι πιθανό να αρχίσουν να ανακάμπτουν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Αν και η τρέχουσα συγκυρία απέχει ακόμη από τις συνθήκες ομαλότητας, φαίνεται να επιστρέφει η εμπιστοσύνη στην παγκόσμια οικονομία, καθώς εντείνονται οι προσπάθειες των κυβερνήσεων για την αναθέρμανση των πιστωτικών αγορών, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα από τον τραπεζικό κλάδο είδαν το φως της δημοσιότητας και οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές ανέκαμψαν από τα χαμηλά τους. Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, η μεγαλύτερη βελτίωση του κλίματος στην τρέχουσα περίοδο, καταγράφηκε στην Ασία και τις ΗΠΑ. Επίσης και στην Ευρώπη μόλις πρόσφατα καταγράφηκε σημαντική βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, η οποία παραπέμπει στην πιθανότητα ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής οικονομίας κατά το τέλος του 2009. Παρόλα αυτά, σε επίπεδο ιδιωτικών επιχειρήσεων το κλίμα είναι πολύ αρνητικό, με αποτέλεσμα ακόμη και η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη η Γερμανία, να δέχεται πολλές πιέσεις και οι επιχειρήσεις να προχωρούν σε απολύσεις προσωπικού, οι οποίες έχουν φτάσει σε ύψος ρεκόρ.
Η Ελληνική οικονομία παρουσίασε σημαντική επιδείνωση μέσα στο 2009, με αποτέλεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι τελικά αρνητικός, παρά +0,5% που προβλέπει το ΥΠΕΘΟ και 0% που προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος. Βασικοί τομείς της Ελληνικής οικονομίας, όπως η οικοδομική δραστηριότητα έχουν σημειώσει πτώση της τάξης 30%-50%, ενώ και ο τουρισμός αναμένει πτώση της τάξης 30%, που οφείλεται όχι μόνο στο μειωμένο αριθμό των αφίξεων, αλλά στο χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα των επισκεπτών. Επίσης, σημαντική πτώση θα παρουσιάσει και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας δεν οφείλονται στην κρίση αλλά στην κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, γεγονός που μας αναγκάζει να δανειζόμαστε μεγάλα ποσά για να καλύψουμε τις ανάγκες μας και μάλιστα πληρώνοντας επιτόκια αυξημένα κατά 250-300 μονάδος βάσης, σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας και τα οποία χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς. Το γεγονός αυτό μόνο ικανοποίηση δεν πρέπει να μας γεμίζει αφού το αυξημένο κόστος δανεισμού επιβαρύνει και άλλο οι δημόσιες δαπάνες.
Αυτό που πρέπει να γίνει πρώτα απ’ όλα, είναι το νοικοκύρεμα του σπάταλου κράτους. Βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η συγκράτηση των δημοσίων δαπανών (καταναλωτικών) και ο περιορισμός των δανείων. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων. Επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι ο σχεδιασμός της ανάπτυξης μέσω των ΠΔΕ. Εδώ βέβαια εμφανίζεται το πρόβλημα ότι για την απορρόφηση Κοινοτικών πόρων απαιτείται και εθνική συμμετοχή η οποία αυτή τη στιγμή είναι αδύνατη.

Σχόλια