Γράφει ο Επιμηθέας
«Πόλεμος» έχει ξεσπάσει μεταξύ των 17 κρατών της ευρωζώνης και της Κομισιόν για τον τρόπο που θα πρέπει να αντληθούν τα ονομαστικά κεφάλαια των 750 δις ευρώ του μηχανισμού στήριξης. Η πρόσφατη φιλονικία μεταξύ της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του προέδρου της Κομισιόν Ζοζέ Μπαρόζο για το ύψος των χρημάτων που θα διαθέτει το Ταμείο Σταθερότητας, ήταν κάτι παραπάνω από ζωηρή.
Η ανησυχία της κ. Μέρκελ είναι ότι μια ενδεχόμενη διεύρυνση του ταμείου των 750 δις ευρώ θα επιβαρύνει κυρίως τους Γερμανούς φορολογούμενους: «Μια χώρα έχει ήδη υπαχθεί στο μηχανισμό και αυτή είναι η Ιρλανδία. Απέχουμε πολύ από την εξάντληση των κεφαλαίων που έχουν διατεθεί για αυτό το σκοπό. Παράλληλα όμως θέλουμε να τονίσουμε όπως κάναμε και με την κρίση στην Ελλάδα ότι στηρίζουμε το ευρώ. Θα κάνουμε ότι είναι απαραίτητο».
Η Κομισιόν από την άλλη πλευρά πιστεύει πως το πακέτο δεν είναι αρκετά μεγάλο και μπορεί να διευρυνθεί με σκοπό να ηρεμήσουν οι αγορές και να σταματήσουν τα κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας. Ο Όλι Ρεν αρμόδιος επίτροπος για τη νομισματική Ένωση δηλώνει: «Κατά την άποψη της Κομισιόν, τα κεφάλαια που διατίθενται για δανεισμό από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα πρέπει να αυξηθούν, όπως επίσης και το πεδίο των δραστηριοτήτων του».
Η αλήθεια είναι ότι το πραγματικό κεφάλαιο που μπορεί να διαθέσει το Ταμείο είναι 250 δις ευρώ, και θα προέρχεται από τα 17 κράτη της ευρωζώνης και τη Σουηδία. Στο ποσό αυτό προστίθενται και 60 δις από τον κοινό προϋπολογισμό της ΕΕ. Το ΔΝΤ θα συμμετέχει με το μισό κεφάλαιο της ευρωπαϊκής συμμετοχής, σύνολο 465 δις ευρώ. Η Γερμανία όμως, ως μεγαλύτερο μέλος της ευρωζώνης θα έπρεπε να συνεισφέρει τα περισσότερα κεφάλαια και εδώ είναι το πρόβλημα. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιδρά έντονα και δηλώνει: «Το ξεκαθαρίσαμε και εμμένουμε στη θέση μας ότι δεν είμαστε πρόθυμοι για βελτίωση και διεύρυνση του ταμείου στήριξης εάν δεν συμβάλουν και τα 17 μέλη της Ευρωζώνης. Το είπα με το δικό μου ίσως λίγο αγενή τρόπο: η αλληλεγγύη δεν είναι μονόδρομος»..............
Η «ιστορία» όμως έχει και συνέχεια. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Φιλανδία δεν αποδέχονται την ιδέα να αγοράσει απευθείας ομόλογα ο μηχανισμός στήριξης από τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως για παράδειγμα είναι η Ελλάδα.
Ο καθηγητής Οικονομίας Κλέμενς Φυστ από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ασκεί έντονη κριτική σε όλη αυτή τη συζήτηση και βάζει το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, η οποία είναι, αν οι υπερχρεωμένες χώρες στης ευρωζώνης θα μπορέσουν κάποτε να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Κάνουμε λες και το πρόβλημα είναι μια κρίση ρευστότητας. Αν δηλαδή μπορούμε να δανείσουμε μερικά κράτη στην Ευρώπη προσωρινά ώστε να μπορέσουν να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αν διαθέτουμε αρκετές πιστώσεις για την Ελλάδα ή την Ισπανία. Το πρόβλημα είναι ότι ίσως οι χώρες αυτές να μην μπορέσουν πλέον να αποπληρώσουν τα χρέη τους». Αυτό που λέει ξεκάθαρα ο καθηγητής αλλά κανένας από τους ηγέτες των χωρών δεν θέλει να το ακούσει – ο καθένας για δικούς του λόγους – είναι ότι άμεσα χρειάζεται μια γενναία αναδιάταξη των χρεών της Ελλάδας και της Ιρλανδίας.
Το καυτό αυτό θέμα όμως μάλλον δεν απασχόλησε τη χθεσινή σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Η έκπληξη θα ήταν αν θα την απασχολούσε. Η καγκελάριος Μέρκελ θέλει να καθυστερήσει τις αποφάσεις για τις επόμενες συνόδους κορυφής τον ερχόμενο Μάρτιο και Ιούνιο. Βάσει των παραπάνω δεν μπορώ να κατανοήσω την υπέρμετρη αισιοδοξία που διακατέχει τα κυβερνητικά στελέχη για την λύση του προβλήματος. Εδώ θα μου επιτρέψετε, να χρησιμοποιήσω μια γνωστή έκφραση των νέων «… πείτε μας τι πίνετε; ….»
«Πόλεμος» έχει ξεσπάσει μεταξύ των 17 κρατών της ευρωζώνης και της Κομισιόν για τον τρόπο που θα πρέπει να αντληθούν τα ονομαστικά κεφάλαια των 750 δις ευρώ του μηχανισμού στήριξης. Η πρόσφατη φιλονικία μεταξύ της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του προέδρου της Κομισιόν Ζοζέ Μπαρόζο για το ύψος των χρημάτων που θα διαθέτει το Ταμείο Σταθερότητας, ήταν κάτι παραπάνω από ζωηρή.
Η ανησυχία της κ. Μέρκελ είναι ότι μια ενδεχόμενη διεύρυνση του ταμείου των 750 δις ευρώ θα επιβαρύνει κυρίως τους Γερμανούς φορολογούμενους: «Μια χώρα έχει ήδη υπαχθεί στο μηχανισμό και αυτή είναι η Ιρλανδία. Απέχουμε πολύ από την εξάντληση των κεφαλαίων που έχουν διατεθεί για αυτό το σκοπό. Παράλληλα όμως θέλουμε να τονίσουμε όπως κάναμε και με την κρίση στην Ελλάδα ότι στηρίζουμε το ευρώ. Θα κάνουμε ότι είναι απαραίτητο».
Η Κομισιόν από την άλλη πλευρά πιστεύει πως το πακέτο δεν είναι αρκετά μεγάλο και μπορεί να διευρυνθεί με σκοπό να ηρεμήσουν οι αγορές και να σταματήσουν τα κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας. Ο Όλι Ρεν αρμόδιος επίτροπος για τη νομισματική Ένωση δηλώνει: «Κατά την άποψη της Κομισιόν, τα κεφάλαια που διατίθενται για δανεισμό από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα πρέπει να αυξηθούν, όπως επίσης και το πεδίο των δραστηριοτήτων του».
Η αλήθεια είναι ότι το πραγματικό κεφάλαιο που μπορεί να διαθέσει το Ταμείο είναι 250 δις ευρώ, και θα προέρχεται από τα 17 κράτη της ευρωζώνης και τη Σουηδία. Στο ποσό αυτό προστίθενται και 60 δις από τον κοινό προϋπολογισμό της ΕΕ. Το ΔΝΤ θα συμμετέχει με το μισό κεφάλαιο της ευρωπαϊκής συμμετοχής, σύνολο 465 δις ευρώ. Η Γερμανία όμως, ως μεγαλύτερο μέλος της ευρωζώνης θα έπρεπε να συνεισφέρει τα περισσότερα κεφάλαια και εδώ είναι το πρόβλημα. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιδρά έντονα και δηλώνει: «Το ξεκαθαρίσαμε και εμμένουμε στη θέση μας ότι δεν είμαστε πρόθυμοι για βελτίωση και διεύρυνση του ταμείου στήριξης εάν δεν συμβάλουν και τα 17 μέλη της Ευρωζώνης. Το είπα με το δικό μου ίσως λίγο αγενή τρόπο: η αλληλεγγύη δεν είναι μονόδρομος»..............
Η «ιστορία» όμως έχει και συνέχεια. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Φιλανδία δεν αποδέχονται την ιδέα να αγοράσει απευθείας ομόλογα ο μηχανισμός στήριξης από τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως για παράδειγμα είναι η Ελλάδα.
Ο καθηγητής Οικονομίας Κλέμενς Φυστ από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ασκεί έντονη κριτική σε όλη αυτή τη συζήτηση και βάζει το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, η οποία είναι, αν οι υπερχρεωμένες χώρες στης ευρωζώνης θα μπορέσουν κάποτε να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Κάνουμε λες και το πρόβλημα είναι μια κρίση ρευστότητας. Αν δηλαδή μπορούμε να δανείσουμε μερικά κράτη στην Ευρώπη προσωρινά ώστε να μπορέσουν να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αν διαθέτουμε αρκετές πιστώσεις για την Ελλάδα ή την Ισπανία. Το πρόβλημα είναι ότι ίσως οι χώρες αυτές να μην μπορέσουν πλέον να αποπληρώσουν τα χρέη τους». Αυτό που λέει ξεκάθαρα ο καθηγητής αλλά κανένας από τους ηγέτες των χωρών δεν θέλει να το ακούσει – ο καθένας για δικούς του λόγους – είναι ότι άμεσα χρειάζεται μια γενναία αναδιάταξη των χρεών της Ελλάδας και της Ιρλανδίας.
Το καυτό αυτό θέμα όμως μάλλον δεν απασχόλησε τη χθεσινή σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Η έκπληξη θα ήταν αν θα την απασχολούσε. Η καγκελάριος Μέρκελ θέλει να καθυστερήσει τις αποφάσεις για τις επόμενες συνόδους κορυφής τον ερχόμενο Μάρτιο και Ιούνιο. Βάσει των παραπάνω δεν μπορώ να κατανοήσω την υπέρμετρη αισιοδοξία που διακατέχει τα κυβερνητικά στελέχη για την λύση του προβλήματος. Εδώ θα μου επιτρέψετε, να χρησιμοποιήσω μια γνωστή έκφραση των νέων «… πείτε μας τι πίνετε; ….»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου