ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΕΥΡΩΠΗ;


Του Κώστα Μποτόπουλου


Η κρίση, αντί να δημιουργήσει κίνητρα και ευκαιρίες για αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού σχεδίου, μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης των αδυναμιών και των ορίων του.

Μέσα στην κρίση, η απάντηση, ανάλογα με τα σενάρια που εμφανίζονται αυτή τη στιγμή ως πιθανά, θα μπορούσε να δοθεί με μία, με δύο ή με τρεις λέξεις: πουθενά - στον τοίχο - στην οικονομική διακυβέρνηση.
Το «πουθενά» συνιστά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «γκρίζο» σενάριο: στασιμότητα, λειτουργία στο ρελαντί και με βάση τη συνήθεια, έλλειψη μεγάλων πρωτοβουλιών, θεσμική εξομάλυνση χωρίς εμβάθυνση, ντε φάκτο κυριαρχία του αγγλοσαξονικού (κι από τις δύο μεριές του Ατλαντικού) ιδεώδους της «ήπιας», δηλαδή οικονομικής όχι όμως και πολιτικής, δύναμης. Η κρίση, αντί να δημιουργήσει κίνητρα και ευκαιρίες για αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού σχεδίου, μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης των αδυναμιών και των ορίων του. Ήδη κοινές κατακτήσεις, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Ένωσης δυνάμει της Συνθήκης του Σένγκεν, τίθενται εν αμφιβόλω και κινδυνεύουν να θυσιαστούν στο βωμό πιο επειγόντων και πιεστικών προβλημάτων, σχετιζόμενων άμεσα ή έμμεσα με την κρίση και τις συνέπειές της, όπως, στην προκείμενη περίπτωση, η αντιμετώπιση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.
Η αλληλεπίδραση των οργάνων που προβλέπονται στο νέο θεσμικό σχήμα της Συνθήκης της Λισαβόνας (Πρόεδρος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Πρόεδρος Επιτροπής, «Υπουργός Εξωτερικών») φαίνεται να οδηγεί μάλλον προς την κατεύθυνση της αλληλοεξουδετέρωσής τους, συνεπώς του αδυνατίσματος όλου του πολιτικού οικοδομήματος. Η κατόπιν προσκλήσεως εγκατάσταση εξωενωσιακών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ, στο κέντρο των ευρωπαϊκών αποφάσεων, πρώτα στα ad hoc σχέδια βοήθειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), από το 2013 και στο μόνιμο μηχανισμό στήριξης, υποδηλώνει επίσης μια εγκατάλειψη φιλοδοξίας αλλά και αρμοδιοτήτων. Παρά την εγκαθίδρυση του «Υπουργού Εξωτερικών» της Ένωσης, η διεθνής της παρουσία γίνεται όλο και πιο αδύναμη, δευτερεύουσα πλέον και σε σχέση με την παρουσία κάθε μίας από τις ανερχόμενες δυνάμεις. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει την κρίση κωπηλατώντας και ιδρώνοντας, γλιτώνει τον πνιγμό, αλλά οδηγείται σε ένα νησάκι από το οποίο δεν μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα από το να αναμασά τα περί του μεγαλείου της, να παράγει πολιτισμό και προϊόντα και να επαίρεται για έναν ειδικό τρόπο ζωής (όχι όμως, πια, για ένα ειδικό κοινωνικό μοντέλο).
Το «στον τοίχο» υποδεικνύει την πιθανότητα εκτροχιασμού της Ευρώπης. Ένα ακραίο αλλά όχι απίθανο, υπό τις σημερινές συνθήκες, σενάριο, θα έβλεπε την Ευρώπη να μην μπορεί να αποτρέψει τη χρεοκοπία μιας χώρας της Ευρωζώνης, άρα την απειλή για όλο το ευρώ να μετατρέπεται σε πλήγμα κατά της αξιοπιστίας, ίσως και της ίδιας της ύπαρξής του, και να αντιμετωπίζει αυτή την οπισθοχώρηση διαρκώς αμυνόμενη και διαρκώς συρρικνούμενη: υπερίσχυση των εθνικών σε βάρος των ενωσιακών αντανακλαστικών, πολιτική απο-νομιμοποίηση των ενωσιακών οργάνων και ιδίως του άμεσα σχετιζόμενου με τη δημοκρατική εκπροσώπηση, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενίσχυση των κεντρόφυγων τάσεων μέσα στο συμβούλιο, εγκατάλειψη όλων των στοιχείων κυριαρχίας (κοινές πολιτικές, εξωτερική πολιτική, άμυνα). Η κρίση, σε αυτήν την περίπτωση, θα έχει λειτουργήσει ως επιταχυντής εγγενών δυσλειτουργιών ή ιδιοτυπιών, που δεν κατορθώθηκε να υπερπηδηθούν μέσω αλμάτων ουσίας. Δεν θα πρόκειται για το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά για την ήττα του πολιτικού σχεδίου μιας Ευρώπης των λαών που ιστορικά, αλλά ατελώς, επωμίστηκαν κάποιες φωτισμένες προσωπικότητες που δεν βρήκαν διαδόχους και τα σοσιαλιστικά κόμματα που έχασαν στην πορεία τον εαυτό τους.
Η μόνη ρεαλιστική ενσάρκωση των απομεινάντων ψηγμάτων της ομοσπονδιακής ιδέας, μπορεί να έρθει σήμερα μέσα από το βάθεμα και πλάτεμα της λεγόμενης «οικονομικής διακυβέρνησης». Στο σενάριο αυτό, το πιο δύσκολο στην υλοποίηση, αλλά και το μόνο με το οποίο θα έχουμε κίνηση προς τα μπροστά, η κρίση λειτουργεί ως ξυπνητήρι κρυμμένων δυνάμεων. Η Ελλάδα, και στη συνέχεια η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, βοηθιούνται όχι μόνο με δανεικά, αλλά και με το ξεκίνημα αναπτυξιακών σχεδίων στα οποία προνομιακά συμμετέχουν, το ευρω-ομόλογο γίνεται πραγματικότητα και χρησιμοποιείται ευρέως, οι τακτικές συναντήσεις των Υπουργών Οικονομικών των χωρών της Ευρωζώνης (με ή χωρίς έναν Υπουργό Οικονομικών της ίδιας της Ευρωζώνης, όπως όψιμα αλλά χρήσιμα πρότεινε ο φίλος μας κύριος Τρισέ) αρχίζουν να παράγουν κοινή πολιτική. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν αυξάνει τόσο όσο γίνεται πιο ευέλικτος και ευφάνταστος. Η ανάπτυξη σκάει μύτη και βοηθάει στο ηθικό και στην επέκταση των ορίων της τόλμης. Οι εκλογές στη Γερμανία και τη Γαλλία διώχνουν από την εξουσία το αταίριαστο ζευγάρι της Ντοβίλ και φέρνουν στη θέση τους πολιτικούς με ευρύτερους ορίζοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους παρασαίρνουν προς τα εμπρός μια νέα γενιά Ευρωπαίων πολιτικών...
Το δικαίωμα στο όνειρο είναι αναφαίρετο. Για να μην το εκμηδενίσει όμως η πραγματικότητα, απαιτείται, σήμερα που μιλάμε, τα διστακτικά αλλά κρίσιμα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση μιας κοινής, αλληλέγγυας και αναπτυξιακά προσανατολισμένης οικονομικής πολιτικής, όχι μόνο να μην αναιρεθούν, αλλά να ακολουθηθούν και από άλλα, τολμηρότερα. Το ελληνικό καμίνι επιβάλει πειραματισμούς, μέσα από τους οποίους μπορεί να γεννηθεί η ελπίδα που ακόμη ψάχνουμε.

Σχόλια