ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ: ΝΑ ΠΕΤΥΧΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΜΕ ΑΛΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Του  Ν. Χριστοδουλάκη


Μετά τη δραματική υπερψήφιση του Μνημονίου ΙΙ και τις βίαιες επιδρομές στο κέντρο της Αθήνας, οι συζητήσεις για το μέλλον της χώρας στην Ευρωζώνη όχι μόνο δεν κόπασαν, αλλά οξύνθηκαν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Στο μεν εσωτερικό, επειδή διαμορφώνεται μια αίσθηση αφόρητης πίεσης από τις άλλες χώρες, που περιλαμβάνει την υπαγόρευση όλο και πιο έντονων μέτρων λιτότητας και συνοδεύεται από μια γενικευμένη απαξίωση της Ελλάδας και των πολιτών της. Οι εργαζόμενοι με τις κατώτερες συμβάσεις και οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ, που πάνω τους ξέσπασε το κύμα προσαρμογής, οργίζονται, γιατί ενώ δουλεύουν σκληρά, ταυτόχρονα τους λοιδορούν και ως μη-ανταγωνιστικούς. Αντίθετα, όσοι υπερασπίζονται τα αδικαιολόγητα προνόμιά τους, οργανώνουν εύκολα την αντίδρασή τους στις αλλαγές, φορώντας τη λεοντή της εθνικής αγανάκτησης. Το αποτέλεσμα θα είναι λιγότερες πραγματικές μεταρρυθμίσεις και περισσότερη αδικία για όσους πραγματικά δουλεύουν και παράγουν.
Στο εξωτερικό διαμορφώνεται η αίσθηση της αέναης υπεκφυγής της Ελλάδας απέναντι σε υποχρεώσεις που αναλαμβάνει, αλλά δεν εφαρμόζει. (Παραβλέπουν βέβαια ότι η υπεκφυγή αφορά συστηματικά τον δημόσιο τομέα και όχι τον ιδιωτικό, αλλά και αυτούς τους βολεύει η σχηματοποίηση, για να οξύνουν την απαξίωσή τους). Έτσι, πολλοί πλέον θεωρούν αναπόφευκτη την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, αδιαφορώντας για την καταστροφή που θα προκαλέσει μια τέτοια επιλογή, τόσο στους έλληνες, όσο και στους άλλους ευρωπαίους πολίτες.
Στις συνθήκες αυτές, η συνέχιση του σημερινού συνδυασμού εσωτερικής αναταραχής και εξωτερικής υπονόμευσης, δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Τόσο η Ελλάδα, όσο και οι χώρες της Ευρωζώνης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν γρήγορα και αποφασιστικά το εξής και μοναδικό δίλημμα: Ταχεία ευρωπαϊκή επανενσωμάτωση της Ελλάδας, ή γρήγορο διαζύγιο από την Ευρωζώνη.
Ας ξεκινήσουμε με τη δεύτερη επιλογή. Παρά τις επιπλοκές που θα προκαλέσει στον τραπεζικό τους τομέα, η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα γίνει δεκτή με ανακούφιση από τις παραμένουσες χώρες, οι οποίες θα την αξιοποιήσουν πολιτικά ως «επιβαλλόμενη τιμωρία», για να εξιλεωθούν στη διαρκώς διαμαρτυρόμενη κοινή γνώμη τους.
Θα έχει όμως και σοβαρές πολιτικές παρενέργειες, καθώς θα χρησιμοποιηθεί ως κορυφαίο επιχείρημα για την εμπέδωση του κυοφορούμενου γερμανικού μοντέλου διακυβέρνησης. Το νέο μοντέλο της Ευρωζώνης θα διαχωρίζεται πλέον σε έναν εσώτερο πυρήνα αξιοπιστίας και μία εν δυνάμει απειλούμενη περιφέρεια, στις χώρες της οποίας θα αυξάνει διαρκώς η ένταση των υφεσιακών πολιτικών προσαρμογής, για να μην έχουν την τύχη της Ελλάδας. Αυτά είναι τα πειράματα «σταλινικού τύπου», τα οποία κατήγγειλε με δριμύτητα ο σοσιαλιστής υποψήφιος στις Γαλλικές προεδρικές εκλογές, Φρανσουά Ολάντ.
Στο εσωτερικό της χώρας, η έξοδος από το Ευρώ θα επενδυθεί μεν πολιτικά από αγέρωχες ιστορικές μνήμες, αλλά σύντομα η κοινωνία θα βρεθεί περιδεής και ανίσχυρη μπροστά στον καταιγισμό οικονομικού δράματος που θα πυροδοτήσει αυτή η κίνηση. Καθώς ολόκληρο το ελληνικό χρέος είναι σε Ευρώ, η ραγδαία υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος θα κάνει την εξυπηρέτησή του ιδιαίτερα βεβαρημένη και η αναπόδραστη επόμενη κίνηση θα είναι η μαζική στάση πληρωμών.
Η αποκοπή από τις διεθνείς αγορές που θα προκαλέσει, θα κάνει απρόθυμους τους – ούτως ή άλλους σπανίζοντες – επενδυτές σε οτιδήποτε ελληνικό, ενώ ο χρηματοπιστωτικός πανικός στο εσωτερικό θα οδηγήσει σε παρατεταμένη έλλειψη ρευστότητας.
Μετά, η πίεση που θα δέχεται η Ελλάδα από τις χώρες στήριξης για την αποπληρωμή των δανείων τους, θα στερήσει αυτομάτως τη χώρα από τα διαρθρωτικά κεφάλαια ανάπτυξης, θα ανοίξει νέα μέτωπα συγκρούσεων με τις κοινοτικές αρχές και θα τροφοδοτήσει τη δυναμική ολοκληρωτικής απαγκίστρωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά συνέπεια, μένει μόνο η πρώτη επιλογή της ενεργούς επανενσωμάτωσης της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μια διαδικασία που θα είναι την τρέχουσα περίοδο όχι μόνο επίπονη οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά εξουθενωτική, καθώς θα επιχειρείται υπό την αίσθηση της πρόσφατης λοιδορίας που υπέστη και των ανελέητων προτύπων που διαμορφώθηκαν εις βάρος της.
Για να υπερνικηθούν οι βεβαρημένες συνθήκες και να μην εξελιχθούν σε ανήκεστες, χρειάζονται συγκεκριμένες ενέργειες με ορατό αποτέλεσμα σε προκαθορισμένο χρόνο. Μερικές προτάσεις πολιτικής και στρατηγικής προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι πιθανόν και οι εξής:
Πρώτον, μια διαρθρωμένη πολιτική εξόδου από την μακρά ύφεση, σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές σταδιακής επιστροφής στην ανάπτυξη, σε βαθμό που να είναι ικανή να ανατρέψει το καθεστώς παραίτησης και αποτροπής στην ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Τότε θα μπορεί να συνδυαστεί γόνιμα με μεταρρυθμίσεις επαγγελμάτων και εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, ώστε να προσελκυστούν σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις και να αλλάξουν το κλίμα.
Επιπλέον, θα διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις για τη μείωση του ελλείμματος, πράγμα που ποτέ δεν θα γίνει με όλο και περισσότερους νέους φόρους, ιδίως όταν αυτοί επιβάλλονται διαρκώς επί των ιδίων φορολογουμένων, αγνοώντας τόσο απερίσκεπτα τις στοιχειώδεις αρχές φορολογικής κόπωσης.
Δεύτερον, η μεταστροφή εντυπώσεων στο εξωτερικό. Εκτός από την ύφεση και την κακή πορεία των εσόδων, την προηγούμενη περίοδο συνέβη και άλλου είδους ολίσθηση. Διαμορφώθηκε ένας απρόβλεπτος πήχυς σύγκρισης σε βάρος της Ελλάδας, από την πολύ πιο αποτελεσματική και οργανωμένη πολιτική που εφαρμόζουν για τα δικά τους Μνημόνια Προσαρμογής, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Για να βγει από τη μέγγενη η Ελλάδα, πρέπει επειγόντως να αλλάξει ειδικά τούτη την εντύπωση, επιτυγχάνοντας γρήγορα τους βασικούς δημοσιονομικούς στόχους και ανακτώντας έτσι κάποια περιθώρια δικής της πρωτοβουλίας στην άσκηση και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής.
Για να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον δεν θα προκληθούν νέες ανεξέλεγκτες δαπάνες, η καλύτερη επιλογή που υπάρχει τη στιγμή αυτή, είναι, η Ελλάδα να υιοθετήσει τον συνταγματικό περιορισμό του ελλείμματος, όπως ακριβώς έκανε τον περασμένο Αύγουστο η Ισπανία, αποτρέποντας σε κάποιο βαθμό τις κερδοσκοπικές πιέσεις. Αν η Ελλάδα πετύχει σε αυτήν την εμπροσθοβαρή πολιτική μερικών κρίσιμων αλλαγών, θα μπορέσει αργότερα να επαναδιατυπώσει ορισμένα από τα ασφυκτικά – πλην όμως μέχρι τώρα ανέφικτα – χρονοδιαγράμματα προσαρμογής και να διασφαλίσει περισσότερη κοινωνική αποδοχή και ηρεμία. Με λίγα λόγια, ένα Πλαίσιο Συμφωνίας που θα είναι οικονομικά ρεαλιστικό, κοινωνικά δικαιότερο και πολιτικά ισχυρότερο.
Τρίτον, η στρατηγική ενεργοποίηση στην ευρύτερη περιοχή, με την αναζήτηση, εντοπισμό και αξιοποίηση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία μπορούν να συντελέσουν σε περισσότερη παραγωγή ενέργειας και μείωση των πανάκριβων εισαγωγών. Μπορεί έτσι να αποκτήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, νέα δικαιώματα παραγωγής, ασφάλεια εφοδιασμού και πολλές ξένες πραγματικές επενδύσεις, ενώ η μελλοντική αξιοποίηση των ενεργειακών επιχειρήσεων θα αποδώσει στο πολλαπλάσιο, πράγμα που θα συντελέσει στην επιστροφή μιας αναπτυξιακής πορείας.
Οι εξελίξεις αυτές, μπορεί επίσης να αποτελέσουν και μια καταλυτική ευκαιρία γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας, καθώς, την ίδια στιγμή επαναπροσδιορίζεται το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη, αναθεμελιώνονται τα πολιτικά συστήματα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και επανεξετάζονται όλες οι συμμαχίες της περιοχής.
Οι τρεις παραπάνω κατευθύνσεις πολιτικής, εάν υλοποιηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, θα δημιουργήσουν θετικά δεδομένα για τη χώρα και θα της επιτρέψουν σταδιακά να επανενεργοποιηθεί στρατηγικά ,τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Ο επιταχυνόμενος φαύλος κύκλος ύφεσης, υπερχρέωσης και αποδυνάμωσης, μπορεί έτσι να σταματήσει, δίνοντας τη θέση του σε μια βαθμιαία επαναφορά της ανάπτυξης, της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της γεωπολιτικής παρουσίας.

Σχόλια